Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2007

Η γουρούνα των χριστουγέννων

Τα χριστούγεννα του 81, ήταν η χρονιά που αγόρασα το πρώτο μου τετρακίνητο φορτηγάκι. Ήταν το πρώτο παρόμοιο που ήλθε τότε στο νησί και γώ ο περήφανος ιδιοκτήτης του, αποφάσισα να το πάω μια μεγάλη χριστουγεννιάτικη βόλτα ανά την Ελλάδα ..έτσι για να το στρώσω..
Το συνδύασα λοιπόν με το κυνήγι και πήρα τα βουνά και τα λαγκάδια που λέει ο λόγος μαζί με μια σκυλίτσα που είχα φέρει από την Γερμανία, την ΛΙΛΛΑ μου..καλή της ώρα..
Η παραμονή των χριστουγέννων με βρήκε λοιπόν στην Ήπειρο και εκεί, σ'ένα μικρό χάνι ήταν που άκουσα την παρακάτω διήγηση που όσο την θυμάμαι τόσο περισσότερο ανατριχιάζω!!

Το μικρό χάνι πάνω στη στροφή του δρόμου συνόρευε με το βενζινάδικο, και ήταν το "Στέκι των Κυνηγών"... Ετσι έλεγε τουλάχιστον η παλιά ταμπέλα πάνω από την πόρτα. Μια ίδια ξύλινη ταμπέλα πιο μικρή όμως, ήταν καρφωμένη στον χοντρό κορμό του πλάτανου που κρέμαγε τα κλαδιά του πάνω από τα κεραμίδια του μαγαζιού. Ωραία θ'άταν ν'άμουνα εκεί μέσα, σκέφτηκα προσπερνώντας το καθώς οδηγούσα στην Εθνική προς Ηγουμενίτσα. Εβρεχε απ'το πρωί που είχα αφήσει τα Γιάννενα και εγώ συνέχιζα να οδηγώ αποφασισμένος οτι δεν θα μου χάλαγε το κυνήγι αυτή η "ψιχάλα", όμως ήξερα οτι εδώ σ'αυτά τα μέρη η βροχή δεν είναι και τόσο εύκολο να σταματήσει σύντομα. Εφτασα μετά από μισή ώρα στην γέφυρα αλλά πριν στρίψω στο χωματόδρομο αριστερά πούβγαζε ψηλά σ'ένα καλό πλάτωμα που γνώριζα οτι κρατούσε μπεκάτσες, μετάνοιωσα. Που να τραβιέμαι σκέφτηκα μέσ'τη βροχή και γυρίζοντας μπρος-πίσω έβαλα πλώρη για το μικρό Χάνι.

Ηταν κι'άλλοι κυνηγοί εκεί κι'όλας. Είχαν αφήσει τ'αυτοκίνητα με τις μπαγκαζιέρες κάτω απ'τον πλάτανο και μάλλον θα ζεσταίνονταν μέσα σκέφτηκα βλέποντας τον πυκνό άσπρο καπνό πούβγαζε το μπουρί της σόμπας. Πάρκαρα κι'εγώ εκεί δίπλα και τρέχοντας έσπρωξα την πόρτα και μπήκα στο μισοσκότεινο Χάνι. Πήγα κι'έκατσα σ'ένα μικρό τραπεζάκι στο παράθυρο και κοίταζα μια έξω την βροχή και τ'αυτοκίνητα που περνούσαν βιαστικά και μια την μεγάλη παρέα κυνηγών που θορυβούσε στο βάθος απέναντί μου. Ήταν γουρουνάδες κι'ανάθεμα αν έβγαζα λέξη από τα λεγόμενά τους. Είχαν μια βαρειά προφορά κι'έκοβαν τις λέξεις ..στο καλύτερο! Εκεί που πήγαινα να καταλάβω τι έλεγε ο ένας, άρχιζε ο άλλος μια απ'τα ίδια! Το μόνο που ήξερα ήταν οτι μιλούσαν για γουρούνια και οτι έπιναν ρακί! Παράγγειλα κι'έγώ καφέ και ρακί και έστησα αυτί. Ο ένας έβαζε συνέχεια στοίχημα οτι η βροχή θα σταματήσει σε μισή ώρα, ένας άλλος είπε να πιάσουν το κρασί γιατί δεν πρόκειται να κυνηγήσουν σήμερα και παράγγειλε με δυνατή φωνή παϊδάκια σαλάτες και κρασί. Κι'όταν ήρθαν τα πρώτα, είπε στον γέρο που τους σερβίριζε δείχνοντας προς τα δώ : "Βάλε και στο παληκάρι στο παράθυρο τα ίδια από μένα ". Τον ευχαρίστησα ξαφνιασμένος και είπα μέσα μου καλά παιδιά φαίνονται, θα τους κεράσω κι'εγώ ύστερα.

Το κρασί και τα ζεστά παϊδάκια πηγαινορχόντουσαν λοιπόν και ζεσταθήκαμε όλοι για τα καλά. Εν τω μεταξύ, άλλοι δυο νεαροί μπήκαν βιαστικά μισοβρεγμένοι. Κυνηγοί κι'αυτοί σκέφτηκα βλέποντας το ντύσιμο. Έπιασαν το μοναδικό άδειο τραπεζάκι δίπλα στην μεγάλη ξυλόσομπα και γρήγορα έγιναν κι'αυτοί ένα μ'όλους πίνοντας και κερνώντας.

Ξαφνικά έπεσε σιωπή στο μικρό χάνι και όλοι κοιτούσαν την πόρτα. Εκεί έστεκε ένας ηλικιωμένος ξερακιανός, τυλιγμένος με μια βαρειά σκούρα τσόχινη κάπα με κουκούλα. Στο ροζιασμένο χέρι του κρατούσε ένα βαρύ στραβόξυλο για μπαστούνι που σε κάθε του βήμα το κτυπούσε με θόρυβο στο ξύλινο πάτωμα, κι'ήρθε κι'έκατσε στην άδεια καρέκλα του τραπεζιού μου! Έριξε πίσω την βρεμένη κουκούλα ο άγνωστος άνδρας και φάνηκε το ρυτιδωμένο του μούτρο. Μου φάνηκε ότι μου έγνεψε κάτι.. Του χαμογέλασα χαιρετώντας τον κι'είπα να τον κεράσω κάτι, αλλά πριν προλάβω ν'ανοίξω το στόμα μου, μας ζύγωσε ο μεγαλύτερος απ'την παρέα των γουρουνάδων κι'είπε στον άνθρωπο:

"Γεια χαρά κυρ-Βλάσση τι χαμπάρια ; Θα πιεις κάτι μαζί μας μια και μας βρήκες;" Ο κυρ-Βλάσσης κούνησε το κεφάλι του μουρμουρίζοντας και γώ δεν ξέρω τι και ο άλλος συνέχισε : "Και μια και δεν μας βλέπω σήμερα να πηγαίνουμε για γουρούνια να μας πεις και καμιά ιστορία έ!! ".

Ο ηλικιωμένος άνθρωπος ανασήκωσε το κεφάλι του και ένευσε καταφατικά ενώ τα μικρά βαθουλωμένα του μάτια πάνω απ'την γαμψή του μύτη γιάλισαν περίεργα. Έπινε με μικρές γουλιές το κρασί του κι'έκοβε με τ'όνα του χέρι που και πού μικρά κομματάκια ψωμί και τάχωνε βιαστικά στο στόμα του. Οι κουβέντες είχαν γίνει μουρμουρητά πια κι'όταν ο άνθρωπος άρχισε να μιλάει δεν ακουγόνταν κανείς άλλος στο Χάνι. Είχε μια συρτή αργή προφορά και κουνούσε πάνω - κάτω το μεγάλο του χέρι, ενώ εξακολουθούσε να βαστά με τ'άλλο την μαγκούρα.

"Που λέτε καλόπαιδα, θα σας πω μια ιστορία που έγινε πριν πολλά χρόνια κι'όποιος δεν με πιστέψει, ας ρωτήσει τον Μάρκο να δεί τι θα του πεί " είπε κι'έδειξε τον μάγερα.

"Ήμουν δεν ήμουν τότε 25 χρονώ, νιόπαντρος με μωρό τον Σταύρο μου και το αίμα μου έβραζε. Πήγαινα μόνος μου πάντα για κυνήγι, ακόμη και για γουρούνια ή ζαρκάδια κι'έτσι η φαμίλια είχε πάντα το κρέας της μια και δεν το μοιραζόμουν με κανένα. Ήταν λοιπόν που λέτε, σαν και σήμερα, παραμονή θυμάμαι και γω έπρεπε να μαζέψω το κρέας για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Πήρα λοιπόν λίγο ψωμί, τα μπαρουτόσκαγια και το καλό το δίκαννο, είχα κι'ένα άλλο του παπού του συχωρμένου αλλά δεν το θαρευόμουν και πολύ, κι'έφυγα από βραδύς γιατί είχα σκοπό ν'ανέβω για την Καλομοίρα, να την στήσω σε μια γουρούνα πούξερα οτι ήταν γεννημένη από μήνες και θ'άχε μεγαλώσει τώρα τα γουρρνάκια. Ελεγα άμα έφερνα δυό θάφταναν και θα περίσσευαν!

Περπάτησα όλη τη νύχτα σχεδόν και πρωί-πρωί πριν χαράξει στήθηκα σ'ένα διάσελο λίγο πιο έξω απ΄το χωριό, εκεί τώρα περνά o χωματόδρομος που βγάζει στου Δεσπότη τον Κάμπο. Τα χόρτα ήταν υγρά και ψηλωμένα, μ'έκρυβαν, δεν φαινόμουν από πουθενά. Εγέμισα το καλό το δίκαννο και έπεσα κατά γης. Ήξερα οτι θ'αρχόταν από κάτω να περάσει το διάσελο για να τα πάει στη βοσκή κι'είχα στήσει αυτί να την ακούσω καθώς θα μουγκάνιζε στα μικρά. Μα η ώρα περνούσε, είχε ξημερώσει για τα καλά και δεν άκουσα ντιπ! "


Ήπιε μια γουλιά κρασί ο γέρος και συνέχισε το ίδιο αργά την ιστορία του μεσ'την απόλυτη σιωπή.

"Επιάστηκε ο αγκώνας μου που λέτε, αυτός που κράταγε τ'όπλο δα κι'είπα να γυρίσω λίγο να τον ξεμουδιάσω. Αυτό ήταν που μ'έσωσε! Τότε ήταν που ένας δυνατός σαματάς απ'τον ανήφορο στα δεξιά μου μ'έκανε να γυρίσω τρομαγμένος.
Εκεί λοιπόν είπα πάει και τελείωσε, εδώ θα αφήσω το κουφάρι μου! Η γουρούνα ερχόταν κατά πάνω μου με φόρα κατηφορίζοντας ανάμεσα στα κοντοπούρναρα! Χωρίς να το καλοσκεφτώ πάτησα την σκανδάλη και ρε παιδιά, να στο σταυρό που σας κάνω, την άλλη στιγμή η γουρούνα ήταν απάνω μου! Κουτρουβαλιαστήκαμε αγκαλιά πάνω από 20 μέτρα στην κατηφόρα! Σκυλοβρομούσε η σκρόφα, αλλά εγώ είχα πιο σοβαρούς μπελάδες. Το δεξί μου πόδι πονούσε πολύ κι'όταν επιτέλους σταματήσαμε χτυπώντας σ'ένα χοντρό δέντρο, βρέθηκα καβάλα της!

H γουρούνα ήταν ακίνητη, ένα σιγανό τρέμουλο μοναχά αισθανόμουνα στα πόδια μου, ψόφια μου φάνηκε, έτρεχε κι'αίμα απ'τα ρουθούνια της κι'εγώ, που ακόμη κρατούσα σαν από θαύμα το τουφέκι΄μ, κοίταξα ψηλά και εκεί είχαν μείνει ακίνητα 5-6 γουρρνάκια. Είχα άλλο ένα βόλι και σήκωσα τ'όπλο να πάρω το πιο κοντινό μικρό. Σημάδεψα καλά και κεί που ήμουν έτοιμος να του δώσω μια στο σταυρό, άκουσα μια φωνή κοντά μου : " Άστο να φύγει και δεν θα χάσεις!"

Μου κόπηκε το αίμα ρε παιδιά! Θάρεγα ότι ήμουν μοναχός εκεί απάνω. Κοίταξα γρήγορα ολόγυρα, κανείς! Ιδέα μου θ'άταν είπα κι'επώμισα ξανά! Ε λοιπόν η ίδια στριγγιά φωνή ακούστηκε πάλι καθαρά : "Αστο σου είπα να ζήσει, έχεις εμένα!"

Χαμήλωσα σιγά-σιγά τ'όπλο και γύρισα παγωμένος να δώ την γουρούνα. Το μάτι της ήταν στηλωμένο πάνω μου, κι'όπως με κοιτούσε έβγαλε και μια στριγγιά μαζί με κόκκινο αφρό! Είχα κοκκαλώσει! Κόντεψα να ξεχάσω τις σουβλιές στο πόδι μου.. Γύρισα αργά να δώ τα γουρνάκια.. Τα μικρά ξέκοψαν γρήγορα και τ'άχασα. Η γουρούνα έκλεισε το μάτι κι'έμεινε εκεί δα ακίνητη.

Εδεσα βιαστικά με το λερωμένο μου μαντήλι το μεγάλο σχίσιμο στο πόδι μου να σταματήσω λίγο το αίμα πούτρεχε, έσφιξα τα δόντια μου κι'έκοψα με μεγάλα βάσανα κομμάτια την γουρούνα. Τα χέρια μου έτρεμαν πολύ, δεν μούφευγε απ'το αυτί η φωνή της.

Έκανα μπόγους τα κομμάτια με το σχοινί πούχα μαζί μου και κουβάλησα σαν γάϊδαρος το κρέας με πολύ κόπο είναι αλήθεια, ο πόνος στο ποδάρι μου όλο και δυνάμωνε! Με πήρε όλη τη μέρα ν'άρθω στο χωριό και δώ λίγο πιο έξω απ'τα χωράφια του Μάρκου, μούφυγε όλη η δύναμη και λιποθύμησα. Με βρήκε η γυναίκα του Μάρκου που είχε πάει να ταϊσει τα γίδια και μ'έσωσε! Ας είναι καλά!

Εκείνα τα χριστούγεννα εγώ την έβγαλα στο κρεββάτι και κρέας δεν έφαγα, δεν μπορούσα! Με το που έβαζα μπουκιά θυμόμουν την φωνή της γουρούνας. Τέλος πάντων η φαμίλια μου όμως, αλλά και του φίλου του Μάρκου έφαγαν καλά αν σκεφτείς και εκείνα τα δύσκολα χρόνια."


O Mάρκος ο ταβερνιάρης βγήκε απ'την κουζίνα του κι'είπε σκουπίζοντας τα χέρια του, μεσ'την απόλυτη σιωπή:

"Η Μαρίνα, η γυναίκα μου δα, εκείνη τη μέρα τάχε ταϊσει τα κατσίκια το πρωί, αλλά θυμάμαι όλη την μέρα μου γκρίνιαζε κι'ήθελε να ξαναπάει. Οσο κι'αν την απόπαιρνα, αυτή επέμενε και μούλεγε συνέχεια ότι έβλεπε σαν σε όνειρο μπροστά της, μια μαυροφορεμένη καμπούρα γριά, να της λέει συνέχεια ότι κάτι πάθαν οι κατσίκες. Κι'έτσι που επέμενε φοβήθηκα κι'εγώ και την άφησα να πάει. Κι'έτσι βρήκε τον Βλάσση χάμω, μισοπεθαμένο μεσ'τα αίματα και γύρω του τα κομμάτια του χοίρου. Όλα αυτά τα χρόνια, ο Βλάσσης λέει ότι ήταν η γουρούνα που έζπρωχνε την Μαρίνα να πάει να τον βρεί! Έτσι για να πατσίσει!!"

14 σχόλια:

μελονικος είπε...

Πολύ ωραίο. Το διαβάσαμε όλοι στο σπίτι και μας άρεσε πολύ. Να είσαι καλά.

Θεοδόσης Κατσαρός είπε...

Χρόνια Πολλά,
Έξω κάνει κρύο τσουχτερό, δίπλα στο αναμμένο τζάκι τρεις φορές μέχρι τώρα διάβασα τη γουρούνα. Είναι από τις ωραιότερες ιστορίες που λέγονται στα μέρη μας.
Πιστεύω πω η φωνή που άκουγε ήταν η φωνή της συνείδησης του που του λέγε «φτάνει μην είσαι άπλειστος…..αυτό μικρό είναι…άστο να μεγαλώσει και πάλι δικό σου θα ‘ναι… δε θα τα καταφέρεις, με τόσο βάρος που θα πάς;;»
Σου εύχομαι ολόψυχα σε σένα και την οικογένειά σου Χρόνια Πολλά, Καλά Χριστούγεννα & με Υγεία & Ευτυχία να μας βρει ο καινούργιος χρόνος.

zepos είπε...

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!

Την ιστορία την έγραψα όπως σχεδόν την είπε ο άγνωστος.. Την έγραψα τώρα γιατί η χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα "κολλάει" με ιστορίες για αφύσικα φαινόμενα ή για "θαύματα" που εγώ δεν πιστεύω.

Όμως η εντύπωση που είχα τότε στο χάνι, ήταν ότι αυτός που είπε την ιστορία, αλλά και ο ταβερνιάρης, πίστευαν ότι έγινε κάποιο θαύμα και δεν ήταν υπόθεση συνείδησης ή τύψεων. Η ανάγκη για επιβίωση δεν είχε (και δεν έχει) χώρο για τέτοιου είδους τύψεις..

Πίστευαν λοιπόν ότι αν δεν είχε βάλει χέρι βοήθειας το "πνεύμα" είτε της γουρούνας είτε της παναγιάς, ο Βλάσης θα είχε πεθάνει γιατί είχε χάσει πολύ αίμα..

Όσες φορές και να τη διαβάσω και εγώ Θοδώση, δεν φτάνουν..

Περισσότερες λεπτομέρειες υπάρχουν στην καρδιά και στο μυαλό του καθενός μας χωριστά!

Νάσαι καλά Θοδώση εσύ και όλη σου η φαμίλια!

skyrianbee είπε...

Χρόνια πολλά, καλή χρονιά

Beekeeper είπε...

Kαλή χρονια καλους τρυγους και τρυγους!

glam είπε...

όμορφη ιστορία.
Ευχαριστούμαι…..

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ

PanKok είπε...

Χρόνια Πολλά και πάντα με Υγεία & Ευτυχία.

Πολύ όμορφη ιστορία!!!

chaniabee είπε...

χρονια πολλα φιλε!!! να εχουμε την υγεια μας, και να μας λες παντα τετοιες ομορφες ιστοριες!!!

markos aliprantis είπε...

Ζέπο καλή Χρονιά με υγεία και μπεκάτσες σαν τις φετινές!!!!.Είναι πολύ όμορφη ιστορία και εξ΄ίσου καλή η διήγηση.Σε μικρά χωριουδάκια της πατρίδας μας εχω ακούσει κατά καιρούς πολλά αλλά τέτοια ωραία ιστορία όχι.

zepos είπε...

Καλημέρα Μάρκο και καλή χρονιά για σένα, την οικογένειά σου και τα μελισσάκια σου.. Αυτές τις μέρες που έμεινα εδώ λίγα πράματα στα βουνά!

αθεόφοβος είπε...

Η ιστορία είναι ωραία αλλά και η αφ'ηγηση εξαιρετική!

Kapetanios είπε...

Άιντε,
κυνηγήσαμε κι απόψε !
Να σαι καλά.
Καλή χρονιά

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
zepos είπε...

@kapetanie
΄Αλλος σχίζει θάλασσες κι' άλλος σκαρφαλώνει βουνά!
Καλά ταξίδια!