Άργησα!!
Είπαμε στις εφτάμισι να σαλπάρουμε, άρα έπρεπε να΄μαι στον Ορνό, στη γλίστρα στις εφτά και κάτι..
Κάτι να ποτίσω τις φετεινές ρίζες αμπέλι που δεν περιμένουν ούτε μια μέρα απότιστες, κάτι να ταΐσω τα σκυλιά του Μάρκου, πούχει τον γέρο του στη Σύρο στο κρεβάτι και πρέπει νάναι απίκου, πήγε κοντά εφτάμισι και αναγκαστικά οδήγησα γρήγορα να τους προλάβω.
Αδίκως όμως γιατί και οι δυό τους δεν πήγαν πίσω..
Ο Γιώρης ο "κόκκινος" νετάριζε κάτι παλιόδιχτα όταν τον ρώτησα αν φάνηκαν. Μπααα! μου είπε βαριεστημένα..
Εκατσα και γω στ'αμάξι, άνοιξα την ΕΡΑ σπορ ν΄ακούσω το πανηγύρι των νέων μεταγγραφών και περίμενα υπομονετικά τον Μηνά με το σκάφος και τον Αντρέα για να ξεκινήσουμε για το πραγματικό πανηγύρι της Αγίας Κυριακής στη Δήλο.
Μούβγαλαν την πίστη στο στήσιμο κανα μισάωρο, αλλά ήρθαν!
Ρίξαμε αμέσως το φουσκωτό στο νερό και σαλπάραμε κοντά εννιά πια, με τον ήλιο νάχει πέσει πίσω απ'τον Διακόφτη και το 7άρι μελτέμι να χώνεται στα αλαφρά μπουφανάκια μας..
Η διαδρομή με το 6άμετρο φουσκωτό είναι ένα δεκάλεπτο παιχνιδάκι έστω και με μποφώρ.. Εως τα Πρασονήσια και τη Χερόνησο κάνει μικρά σάλτα πάνω από τις ασπρισμένες κυματοκορφές και μετά την στροφή από το μονόπετρο έως το μωλαράκι ..πετάει πάνω τους με κόντρα το μελτέμι που ανήμπορο να το σταματήσει, βάλθηκε να μας τρίβει δυνατά τα μούτρα..
Δέσαμε γερά ανάμεσα από τον Αγελετάκη και τον Γιάννη τον "εφοπλιστή", ζωστήκαμε τις ζάντες με τα φαγώσιμα και τα χρειαζούμενα, φορτωθήκαμε το ψυγειάκι με τα κρασιά, τα νερά και την "χιμαδόρ" για το πρωί και κινήσαμε το φιδωτό μονοπάτι ανάμεσα από τα μάρμαρα για την παλαίστρα..
Φακούς είχαμε αλλά το μάτι συνηθίζει γρήγορα τα σκοτεινά αν δεν έχει άλλα φώτα γύρω, και στη Δήλο όταν πέσει ο ήλιος από σκοτάδι άλλο τίποτα!
Τ'άστρα που λαμπυρίζουν κοντινά, ίσα που καταφέρνουν να το αραιώσουν και το μονοπάτι αχνοφαίνεται καλύτερα χωρίς φακό καθώς οι αναρίθμητες πατούσες τόχουν καθαρίσει τελείως από χόρτα..
Μόλις περάσεις το μουσείο αντικρύζεις στα δέκα λεπτά δρόμο τη μικρή "γιρλάντα" με τις λάμπες στην αρχαία παλαίστρα, πόχουν βολέψει οι Βλασσόπουλοι που κάνουν το πανηγύρι. Είναι τα μόνα φώτα του πανηγυριού και της Δήλου και πίσω τους η Μύκονος δεσπόζει όλο τον ορίζοντα κατάφωτη σαν μεγάλη στολισμένη πολιτεία!
Φτάσαμε λαχανιασμένοι απ'το βάρος, ακουμπήσαμε τα συμπράκαλα, καλησπερίσαμε τον Θοδωρή που είχε απομείνει μοναχός να προσέχει να μη σβύσει η φωτιά και κινήσαμε για την μικρή εκκλησιά της Αγιας Κυριακής. Η λειτουργιά δεν είχε τελειώσει ως φαίνεται, αλλά μόλις ζυγώσαμε μετά από άλλα πέντε λεπτά πορπάτημα, απόλυσε και ο κόσμος έβγαινε στον μικρό στενό ανήφορο βιαστικός.. Το σκοτάδι πηχτό και λες την καλησπέρα και το "βοήθειά σας"..χωρίς να ξέρεις σε ποιόν ή σε ποιά!
Περιμέναμε να βγούν όλοι και κατεβήκαμε. Ανάψαμε τα κεριά μας, χαιρετήσαμε τους Βλασσοπουλαίους που μοίραζαν τον άρτο και πήραμε πάλι πίσω το μονοπάτι για τη παλαίστρα...
Εκεί όλα ήταν σε αναμονή.. Τα "τραπέζια" από μαδέρια στρωμένα με ψωμιά και σαλάτες. Οι μισοί καθόνται στις αρχαίες μαρμάρινες σκάλες (κερκίδες) και οι απέναντί τους σε άλλα μαδέρια που ακουμπούν σε πιο χαμηλά σιδερένια δίποδα.. Εμείς από χρόνια γουστάρουμε να φιάχνουμε μοναχοί μας το τραπέζι μας, σε μια πιο σκοτεινή γωνιά.
Πιάνουμε την βορνή μεριά που δεν έχει κερκίδες, δίπλα στα τζετζερέδια με τα φαγητά και ανάμεσα στα κομμάτια από τα σπασμένα αρχαία, τις σκαλιστές τεράστιες κολόνες και τα μισογκρεμισμένα πέτρινα ντουβάρια, στήνουμε τα μαδέρια.. Απέναντί μας σχεδόν έχουμε το πόπολο και στη μέση ανάμεσά μας είναι ο αρχαίος στίβος, στρωμένος από μεγάλες πέτρινες πλάκες, εκεί που πριν τόσες χιλιάδες χρόνια, τα λαδωμένα κορμιά των παλαιστών, διασκέδαζαν τους αρχαίους "πανηγυριώτες"!
Τα στήσαμε όλα στο πι και φι και μετά βοήθησα την ζωντοχήρα την Ερήνη, πούχε έρθει με δυό άγνωστες κοπέλες κι' έναν νέο... μπρατσωμένο, να στήσει ένα τραπέζι δίπλα μας μια που ο νεαρός δεν κατείχε την "τέχνη" ως φαίνεται και κοιτούσε τα γύρω απορημένος με το σκηνικό!!
Έκατσα κατόπιν στο τραπέζι μας με την πλάτη στον πέτρινο τοίχο και ενώ άνοιγα τα φαγητά, οι δυό φίλοι μου άρχισαν το δούλεμα για την "βοήθειά" μου στην ζωντοχήρα..
Απτόητος εγώ δεν έδωσα συνέχεια, γιατί γνώριζα καλά πως μόνο ..χαμένος θα έβγαινα!
Ο Γιάννης μας κέρασε το ζεστό ζουμί, μας κουβαλούσε μετά συνέχεια βραστά, κεφτέδες, σαλάτες, ο Μηνάς γέμιζε τα πλαστικά ποτήρια με το παγωμένο κόκκινο (καμπερνέ+μερλότ περικαλώ!), ο Αντρέας δόστου και έκοβε με τον οπινέλ τα τυριά σε μεγάλες μπουκιές και πολύ σύντομα βγάλαμε τα μπουφανάκια, το ελαφροβόρι μας δρόσιζε τα ιδρωμένα κορμιά και το οινόπνευμα άρχισε να κυκλοφορεί όλο και πιο γρήγορα στις φλέβες...
Θυμάμαι καλά οτι δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα από τη στιγμή που το στρώσαμε και βρεθήκαμε να τραγουδάμε με αρκετούς ακόμη στο δικό μας τραπέζι πούχε στο μεταξύ μεγαλώσει στο μάκρος.
Ενας νεαρός, συριανός απ'ότι έμαθα, έπαιζε την τσαμπούνα, τα αυτοσχέδια τουμπάκια το λαλούσαν δυνατά και οι στριγγιές φωνές μας απλώθηκαν στον ιερό αρχαίο τόπο, πέρα από το λιγοστό φως της παλαίστρας, στα σκοτάδια με τ' ανεξερεύνητα ακόμη αρχαία σπίτια, τους τάφους και τους μισογκρεμισμένους ναούς, κι' έγιναν ένα με το μελτέμι, που τις έσειρε πάνω στους πανάρχαιους βράχους του Κύνθου, εκεί που η Λητώ γέννησε τον άρχοντα του ήλιου Απόλλωνα και την δίδυμη αδελφή του, την θεά του κυνηγιού Άρτεμη.
Ο κόσμος όλο και πλύθαινε.. Ο "Φαρούπος" πηγαινοερχόταν στη Μύκονο με το καινούργιο του καΐκι και κουβαλούσε γνωστούς και αγνώστους. Οι νεοφερμένοι φανερώνονταν ξαφνικά καθώς βαδίζοντας προς τα λιγοστά φώτα της παλαίστρας, "έβγαινε" το κορμί τους από το πηχτό σκοτάδι, μια πραγματική "υλοποίηση" ανθρώπων...
Μόλις έφταναν στρώνονταν καταγής αν δεν έβρισκαν κάθισμα σε τραπέζι, ή πάνω στις κοντές μαρμαροκολόνες πούναι γύρω από την παλαίστρα, ή στα χοντρά θραύσματα από τις εκσκαφές. Οι Βλασσοπουλαίοι αμέσως τους πήγαιναν ζεστό ζουμί, το καζάνι δεν κατέβαινε από τη θράκα ούτε λεπτό και αμέσως μετά να η βραστή προβατίνα, να οι κεφτέδες, να τα κρασιά από το μεγάλο πλαστικό βαρέλι πούταν στημένο σε περίοπτη θέση!!
Κατά τις μία μετά τα μεσάνυχτα ήρθε και ο Λευτέρης με το μπουζούκι του και τάλλα παιδιά της ερασιτεχνικής τους κομπανίας. Έπιασαν αμέσως το παλιό ρεμπέτικο πούναι τα σουξέ τους και τα γνωστά λόγια των τραγουδιών πήγαιναν βόλτα στα τραπέζια και στις γύρω παρέες πού ήταν στρωμένες στο χώμα..
Είχαμε και τον Νικόλα στο τραπέζι μας, που δεν πίνει λέει κρασί, τον πειράζει, του φέρνει λέει καούρες.. Πίνει μόνο βότκα λέει, ανέρωτη, παγωμένη αν είναι δυνατόν.. αλλά δεν τον χαλάει και η ζεστή μια που δεν υπήρχε φορητό ψυγείο τόσο μεγάλο..Λόγω λοιπόν αυτής του της "ασθένειας" είχε κουβαλήσει ένα κιβώτιο στολίσκαγιες και τα κατάλληλα σφηνάκια. Τα μπουκάλια άνοιγαν και τελείωναν με σταθερό ρυθμό και ο Νικόλας άρχισε ν' ανησυχεί για το ..μέλλον. Ήρθε κοντά μου και με ρώτησε αν έχω φέρει άλλο πιοτό.. Του είπα οτι έχω τρία μπουκάλια τεκίλες στο ψυγειάκι, αλλά αυτός ..με απέρριψε με έναν μορφασμό αηδίας!!
Ο Βαγγέλης που τα παράτησε όλα στη Μύκονο κι'έπιασε δουλειά σαν αρχαιοφύλακας στη Δήλο, καθόταν απέναντί μου. Του είπα καναδυό φορές να κάνει λίγο δεξιά γιατί μου έκοβε τη όμορφη "θέα" από το διπλανό τραπέζι, και αυτός οχι μόνο δεν κουνήθηκε στάλα, αλλά με άρχισε στις θεωρείες για μετεμψύχωση που μου έφυγε το ..καπέλλο! Ήλεγε συνεχώς οτι στην άλλη του ζωή ήταν ....Μεξικανός, ότι ήξερε που τον είχαν θαμένο, στο Μεξικό βεβαίως, και διάφορα τέτοια.. δυστυχώς ασταμάτητα έως σχεδόν το πρωί!!
Η Αγία, μας.. άφησε να φύγουμε στις πέντε το ξημέρωμα.. Οδήγησε ο Αντρέας στην επιστροφή λόγω του οτι ήταν ο πιο ξεμέθυστος, (πως τα κατάφερε με τόσο κρασί και τεκίλα!) και ήρθαμε πίσω στον Ορνό ακούνητοι σχεδόν, ή ..εγώ δεν κατάλαβα το κούνημα...
Μεγάλη η χάρη της..!!