Η θέα της βεράντας Ξυπνάς, ντύνεσαι, βγαίνεις έξω στη βεράντα και με τη τσίμπλα στο μάτι ακόμη, ανασαίνεις βαθειά ρουφώντας την υγρή μυρωδιά της αυγής, τυλιγμένη στην πρωϊνή ομίχλη με της ελιάς και του κυπαρισσιού την ανάσα....
Με μιας, το μυαλό σου ξυπνά και στέλνει ζεστό το μήνυμα: Ζεστό καφέ και κάτι φαγώσιμο.. και πούσε, γρήγορα!
Φιάχνω καφέ για πέντε και τους αρχίζω στις φωνές..
"Άντε ρε ρεμάλια .. σηκωθείτε! Θα μας πιάσει μεσημέρι και οι δουλειές πολλές!"
Πίνουμε αμίλητοι τον ζεστό ελληνικό. Η βεράντα σχεδόν ακουμπάει τον κάμπο με τον μεγάλο ελαιώνα. Είναι το τελευταίο προς τα κάτω σπίτι του χωριού.
Ο Μπάμπης ετοίμασε γιαούρτι με μέλι για πρωϊνό και το τίμησα δεόντως. Οι άλλοι αρνήθηκαν με μια στραβομουτσουνιά, χαϊδεύοντας με περισσή αγάπη τα φουσκωμένα τους στομάχια. Οι χθεσινοβραδυνές χοιρινές ακόμη αναπαύονταν εκεί και ίσα που θα ξέπλεξαν από το μαύρο κρασί, τα χωριανά λουκάνικα και το άσπρο αλμυρό τυρί..
Σηκώθηκα πρώτος και με τον Γιώργη τον μουστάκια πιάσαμε να βολέψουμε το αρνάκι στη σούβλα. Ήταν μωρό ακόμη, οχτάκιλο, και το δέσαμε στα σβέλτα.
Γεμίσαμε και την κοιλιά του με μυρωδικά του Καλίδρομου που τα ξεραίνει ο πεθερός του Μπάμπη υπομονετικά στην κρασοαποθήκη, χωρίς να ξέρουμε και πολύ καλά τι είναι τι!! Το τυλίξαμε με ένα τσουβάλι πρόχειρα, δεν θ'αργούσε να μπεί στην κόλαση του τεράστιου φούρνου, και τ' αφήσαμε να περιμένει έως να τελειώσουμε την κύρια αποστολή μας, να γεμίσουμε τα πλαστικά βαρέλια με τον ευλογημένο καρπό της καφεκόκκινης γης του χωριού.
Σε .. παράταξη!Τα βαρέλια, οχτώ των 225 κιλών ακριβώς.. μας περίμεναν στοιβαγμένα με τάξη στο κελλάρι. Όλα αριθμημένα και κάθε αριθμός να σε πηγαίνει σε ένα κιτάπι που τηρούσε ο Μπάμπης, για να θυμάται τι ποσοστά από τις τρείς πικοιλίες που καλλιεργεί, έχει ανακατέψει στο καθένα. Ο Μπάμπης πειραματίζεται και αυτό δεν είναι ούτε κακό αλλά ούτε καλό! Το κρασί είναι πάντα δυνατό και μυρωδάτο, παραμένει καλό έως το τέλος και εμείς πάντα αδειάζουμε τα βαρέλια πριν το ερχόμενο καλοκαίρι.. Ετσι και αλλοιώς κάθε χρονιά έχει και τα δικά της να δώσει ή να πάρει. Ποτέ δεν είναι ίδια!
Μας πήρε παραπάνω ώρα να μεταγγίσουμε το κρασί. Βαρειά δουλειά και το φόρτωμα στο φορτηγάκι μας τα εξηντάκιλα και τα εκατόκιλα πλαστικά βαρέλια. Αλλά τίποτα δεν γίνεται σωστά εάν βιάζεσαι και εάν έχεις το νου σου στο αρνάκι.. Ετσι δεν ήταν λίγες οι φορές που τα ψιλομπερδέψαμε, αλλά τ' είναι ο κόκορας τ' είναι το ζουμί του! Όλα πάνε στο στομάχι μας και το μπέρδεμα στις ταμπέλες και ποιός θα πάρει τι.. ίσως μας βγεί σε καλό!
Προς το τέλος της διαδικασίας, πήγα στον φούρνο και άναψα τη φωτιά..Ο μεγάλος σουρός με τα κομμένα ξύλα είναι ακριβώς δίπλα του, κάτω από ένα κεραμίδι και το άναμα είναι παιχνίδι! Ο φούρνος είναι κατασκευή (και αυτή) του πεθερού.. και είναι τόσο μεγάλος, ώστε να χωράει ένα αρνί περασμένο στη σούβλα! Η σούβλα με το αρνί τοποθετημένη σε ένα τρίποδο από τη μια και σε μια ειδική τρύπα της μεταλλικής πόρτας του φούρνου από την άλλη, δεν γυρίζει φυσικά, απλά είναι για να ψήνεται το αρνάκι με την θερμοκρασία χωρίς να ακουμπάει πουθενά.
Η φωτιά θέρεψιε, μετά χώνεψε και τράβηξα τα κάρβουνα έξω. Η θερμοκρασία για ψήσιμο είναι η σωστή, όταν δοκιμάζοντας να βάλεις το μπράτσο σου μέσα στον φούρνο, αντέχεις να μετρήσεις έως το 12 αργά-αργά! Αυτό είναι άλλο ένα μάθημα του πεθερού..και πάντα δουλεύει σαν ρολόϊ! Στην αρχή δεν μπορείς ούτε 5 να μετρήσεις, αλλά η ανοικτή πόρτα ρυθμίζει γρήγορα την σωστή θερμοκρασία.
Βάλαμε τη σούβλα με το αρνάκι μέσα. Κάτω από το κρέας μπήκε ένα μεγάλο ταψί με καθαρισμένες πατάτες, πράσινες πιπεριές, λίγες μελιτζάνες, αλατοπίπερα και για ζουμί.... χύσαμε λίγο κόκκινο κρασί στο ταψί! Όλα αυτά τα ζαρζαβατικά τα κόψαμε από τον περιποιημένο κήπο του ευλογημένου πεθερού.. Νάναι καλά! Μετά κλείσαμε καλά την πόρτα και ξέραμε ότι από κεί και μετά, σε 2 ώρες ακρβώς θα έπρεπε να το βγάλουμε, έτοιμο έως το μεδούλι!
Οοουφ! Σκάσαμε!!Τα υπόλοιπα κύλισαν σαν σε ταινία..
Ψαζέψαμε ελιές για να τις κάνομε τσακιστές, κοντά 10 κιλά ο καθένας!
Κόψαμε σαλατικά, μαρούλια τρυφερά του κήπου, στρώσαμε το τραπέζι στην μεγάλη βεράντα με την κεραμοσκεπή και καθώς άρχισε μια πολύ ψιλή ψιχάλα και το θερμόμετρο της βεράντας έδειχνε βαθμούς Κελσίου 12, το αρνάκι βγήκε από τον φούρνο, κόπηκε με την σατίρα σε μεγάλα κομμάτια και στρωθήκαμε τοκάροντας την μαυρούκα..
"Αντε και από χρόνου"!!